- νεοτριβές
- νεοτριβήςfreshly groundmasc/fem voc sgνεοτριβήςfreshly groundneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοτριβής — νεοτριβής, ές (Α) 1. αυτός που τρίφθηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος 2. αυτός που εξάχθηκε πρόσφατα με σύνθλιψη («νεοτριβὲς ἔλαιον», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο τριβής] … Dictionary of Greek